Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος

Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος
Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος, ο Ποιμαντικός Θεολόγος.

Γενικά εισαγωγικά:

Ο Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε Θεολογία στην Αθήνα, Πρακτική Θεολογία στο Erlangen (Γερμανία), Οικογενειακές Επιστήμες και Ψυχολογία στη Louvrain (Βέλγιο). Είναι διδάκτωρ Θεολογίας, διδάκτωρ Οικογενειακών Επιστημών και ψυχολόγος. Έχει διδάξει μεταξύ άλλων τα μαθήματα: της Ποιμαντικής, της Ποιμαντικής Γάμου και Οικογενείας, της Συμβουλευτικής Ποιμαντικής και της Εισαγωγής στην Ψυχολογία. Τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητικές του προσπάθειες επικεντρώνονται στις σχέσεις Θεολογίας και Επιστημών του ανθρώπου, ιδιαίτερα της Ψυχολογίας, των Οικογενειακών Επιστημών και της Βιοηθικής με στόχο την οικοδόμηση μιας Ποιμαντικής Ανθρωπολογίας του Γάμου, της Οικογένειας και των Φύλων, η οποία συνιστά την αφετηρία για μία ορθή διαποίμανση του εν συζυγία ανθρώπου.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΟΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ


Ἀπὸ τὸ χάος στὸ πρόσωπο, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ
Προσωπικὰ καὶ πνευματικὰ μέσα για τῇ δημιουργικὴ ἀντιμετωπιση τοῦ χάους



Ἀλεξάνδρου Μ. Σταυροπούλου
Ὁμ। Καθηγητῆ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



Εἰσαγωγικὲς παρατηρήσεις


Ἀκοῦμε συχνὰ τὴ φράση ὅτι «ζοῦμε εἰς ἕνα χαώδη αἰώνα» . Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ κόσμος, κάποιες μέρες, μοιάζει μὲ ἕνα ἄπειρο χάος. Ἡ σύγχυσή του εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ ὅταν ἀντικρίζουμε τὸν ἑαυτό μας μᾶς καταλαμβάνει ἴλιγγος μπροστὰ στὴν ἴδια μας τὴν ὕπαρξη . Ὅλοι μας λοιπὸν βρισκόμαστε ἢ ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι βρισκόμαστε συχνὰ μπροστὰ σὲ καταστάσεις ἢ ἀντιμετωπίζουμε γεγονότα, ἐσωτερικὰ ἢ ἐξωτερικά, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ χαρακτηρίσουμε ὡς χαώδη. Πάντως τὸ πιὸ οὐσιαστικὸ πρόβλημα γιὰ τὸ σημερινὸ ἄνθρωπο φαίνεται νὰ εἶναι τὸ πῶς θὰ βαδίσει ἀπὸ τὸ χάος στὸ πρόσωπο. Σὲ πρῶτο στάδιο εἶναι πάντως ἀναγκαῖο νὰ προσδιορίσουμε πῶς γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸν περισσότερο κόσμο αὐτὸ τὸ χάος.
Γιὰ ν' ἀπαντήσουμε σ' αὐτὸ τὸ ἐρώτημα βασιστήκαμε κυρίως σὲ ἄμεσες συζητήσεις ποὺ εἴχαμε μὲ ἀνθρώπους ποὺ μᾶς συμβουλεύονται εἴτε γιὰ λόγους ψυχολογικοὺς εἴτε ποιμαντικούς, καὶ σὲ συζητήσεις μὲ ἐξομολόγους, ποιμένες ποὺ ἀσκοῦν συμβουλευτικὸ ἔργο καὶ συναδέλφους ψυχολόγους. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουν μία λίγο-πολὺ μακρὰ ποιμαντική, συμβουλευτικὴ καὶ ψυχοθεραπευτικὴ ἐμπειρία. Μποροῦν οἱ ἀπαντήσεις τους νὰ μὴν στοιχειοθετοῦν ἀντιπροσωπευτικὸ δεῖγμα μιᾶς ἔρευνας ἐπὶ τοῦ πεδίου, ἐντούτοις συνιστοῦν μία οὐσιαστικὴ προσέγγιση τοῦ θέματος. Ἀπὸ τὶς περιγραφὲς καὶ τὶς διευκρινήσεις ποὺ συνήθως δίδονται στὰ πλαίσια κλινικῶν καὶ ποιμαντικῶν περιπτώσεων μένει ἡ ἐντύπωση ὅτι τὸ χάος, γιὰ τὸ ὁποῖο κάνουμε λόγο, δανείζεται καὶ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ εἰκονοποιηθεῖ ἕνα λεξιλόγιο «γεωγραφικοῦ» χαρακτήρα. Αὐτὸ δὲν ἀποκλείει βέβαια τὸ χάος νὰ προσδιορίζεται καὶ χρονικά: ὡς πρὸς τὴ σημερινή του δηλαδὴ κατάσταση σὲ σχέση μὲ τὴν παρελθοῦσα ἢ καὶ τὴ μέλλουσα.
Ἐπιχειροῦμε λοιπὸν σ' ἕνα πρῶτο μέρος νὰ κατατάξουμε ἔστω καὶ συνοπτικά, ἐννοιολογικὲς διευκρινίσεις γύρω ἀπὸ τὸ χάος, τὸ πῶς διαζωγραφεῖται τὸ ἐσωτερικὸ χάος μὲ εἰκόνες τοῦ ἐξωτερικοῦ, πῶς γίνεται αὐτὸ ἀντιληπτό, ποιὰ εἶναι τὰ συναισθήματα ποὺ προκαλεῖ καὶ τί τελικὰ οἱ ἄνθρωποι περιμένουν... Σπεύδουμε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς νὰ τονίσουμε τὴν αἴσθηση ποὺ συνήθως ἀποκομίζουμε, ὅτι σὲ τέτοιου τύπου καταστάσεις ἐπικρατεῖ μία βαθειὰ προσδοκία ὑπερβάσεως τοῦ χάους καὶ ἐπαναφορᾶς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ χάσμα (κενὸ) σὲ στέρεο ἔδαφος, ἀπὸ τὴν ἀταξία σὲ τάξη, ἀπὸ τὰ ἀδιέξοδα στὴ διέξοδο, ἀπὸ τὰ ἐρείπια στὴν ἀναστήλωση. Ἀναμένουν δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι τὴν ὑπόδειξη μέσων καὶ τὴν εὕρεση λύσεων, οἱ ὁποῖες θὰ διευκολύνουν τὴν ἀντιμετώπιση αὐτοῦ τοῦ πολλαπλοῦ καὶ πολυσήμαντου χάους. Αὐτὸ τὸ ἐπιχειροῦμε στὸ δεύτερο καὶ ἐκτενέστερο μέρος τῆς εἰσηγήσεώς μας.
Προβαίνουμε λοιπὸν εὐθὺς ἀμέσως σὲ μιὰ ἀναλυτικότερη ἔκθεση μιᾶς χωρο-χρονικῆς προσεγγίσεως τοῦ χάους.


Α. Χάος: Προσέγγιση χωρο-χρονικὴ
1. Στὶς περιγραφὲς τῶν ἀτόμων ἐπανέρχονται ἰδιαιτέρως οἱ εἰκόνες τοῦ κενοῦ, τοῦ γκρεμοῦ στὸ χεῖλος τοῦ ὁποίου εὑρίσκονται , ἑνὸς χάσματος ἀγεφύρωτου.
Εὐρισκόμενοι σ' αὐτὸ τὸ κενὸ ἔχουν τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ ἔδαφος ὑποχωρεῖ σὰν ἀπὸ σεισμό, ἡ γῆ ἀνοίγει νὰ τοὺς καταπιεῖ, δὲν μποροῦν νὰ στηριχθοῦν πουθενά, βυθίζονται, βουλιάζουν σὰν σὲ τέλμα. Μπροστὰ στὸ γκρεμό, γλιστροῦν καὶ πέφτουν στὴν ἄβυσσο, στὸ βάραθρο. Στὴν πτώση τους δὲν βρίσκουν ἀπὸ ποῦ νὰ πιαστοῦν, γιὰ νὰ συγκρατηθοῦν. Μπροστὰ στὸ χαῖνον χάσμα βλέπουν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ τὸ διαβοῦν ἢ δὲν τολμοῦν νὰ τὸ περάσουν, γιατί διαβλέπουν τὸν κίνδυνο νὰ πέσουν στὸ βάραθρο ποὺ ὑπάρχει ἀπὸ κάτω. Ἡ ἔλλειψη τόλμης νὰ τὸ περάσουν ὀφείλεται πιθανὸν στὸν φόβο ποὺ ἔχουν, ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ πέσουν σ' αὐτὸ τὸ βάθος, δὲν θὰ μπορέσουν πιὰ νὰ ξανασηκωθοῦν.
Αὐτὴ εἰκόνα τοῦ ἐξωτερικοῦ χάους ἀντικειμενοποιεῖ τὴν αἴσθηση ποὺ ἔχουμε πολλοὶ ἑνὸς ἐσωτερικοῦ χάους καὶ κενοῦ, ἑνὸς δυσθεώρητου καὶ ἀπύθμενου βάθους ποὺ διαπιστώνουμε ὅτι εἶναι ἀμέτρητο καί, ἂν ἀφεθοῦμε καὶ κυλήσουμε μέσα σ' αὐτό, τίποτε δὲν θὰ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐπαναφέρει ἐπάνω. Τὸ ἐξωτερικὸ χάος σηματοδοτεῖ τὸ ὑπάρχον ἐσωτερικὸ χάος, τὸ παριστάνει, τὸ μορφοποιεῖ, τὸ σχηματίζει, τὸ ὀπτικοποιεῖ προσδίδοντας του εἰκόνα συντελείας τοῦ κόσμου. Ἡ οὐσία αὐτοῦ του χάους, ἔτσι ὅπως γίνεται ἀντιληπτὸ στὴν καθημερινή μας ζωή, ἔγκειται στὴν ὕπαρξη μιᾶς καταστάσεως ποὺ μᾶς γεμίζει ἀπελπισία καὶ μᾶς ἀφαιρεῖ τὴ δύναμη ἐκείνη, ποὺ θὰ μᾶς ἔκανε νὰ ἐκτιναχτοῦμε πρὸς τὴ ζωή, ἔτσι ὅπως βρισκόμαστε βαθειὰ βυθισμένοι στὸ χάος. Ἔχουμε φτάσει τόσο βαθειά, ποὺ τίποτα πιὰ δὲν μποροῦμε νὰ ἐλπίσουμε ὅτι θὰ μᾶς ξαναφέρει στὴν ἐπιφάνεια. Τὸ χάος ἔγινε χαμός, ἀπώλεια. Μαζὶ μὲ τὸν Ψαλμῳδὸ ἀνακράζουμε: «Ἡ ζωή μου τῷ ἅδῃ ἤγγισε ... ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ» (Ψαλμὸς πζ΄ 4, 7). Σὲ τέτοιες στιγμὲς δὲν ἀποκλείεται ν' ἀκούσουμε καὶ μεῖς τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς εἰς τὸν Γέροντα Σιλουανὸ τοῦ Ἄθω: «Κράτει τὸν νοῦν σου εἰς τὸν ἃδην καὶ μὴ ἀπελπίζου» .
2. Παράλληλη εἰκόνα χωροταξικῆς ὑφῆς εἶναι καὶ ἐκείνη ποὺ προβάλλει ἕνα σύνολο ὑλικῶν στὸ χῶρο σὲ κατάσταση ἀκαταστασίας, ἀταξίας, στὰ ὁποῖα ὑλικὰ δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε ἕνα σχῆμα, νὰ τὰ βάλουμε σὲ μία τάξη («πλίνθοι , λίθοι, κέραμοι ἀτάκτως ἐρριμμένα» ).
Ἔτσι, στὴν παροῦσα περίπτωση τὸ χάος δὲν νοεῖται ὡς βάθος ἀβυσσαλέο ἀλλ’ ὡς ἀταξία, ἀκαταστασία, ἀμορφία, ἀνειδότητα , ἀσχημία (ἀ-σχημία• ἄλφα στερητικὸ + σχῆμα = μορφή). Ἐνῶ ἔχουμε δηλαδὴ ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀπαιτοῦνται, δὲν ξέρουμε πῶς νὰ ἐνεργήσουμε, βάσει ποίου σχήματος, ποιᾶς εἰκόνας θὰ πρέπει νὰ τὰ συναρμολογήσουμε, ὥστε νὰ πάρουν κάποια συγκεκριμένη μορφή. Ὅλα εἶναι μπερδεμένα, δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε τὴν ἄκρη, δὲν ξέρουμε ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσουμε καὶ ποῦ νὰ τελειώσουμε. Εἶναι σὰ νὰ ἔχουμε νὰ παίξουμε ἕνα παιχνίδι μὲ κύβους ἢ νὰ σχηματίσουμε ἕνα puzzle καὶ οἱ ὁδηγίες λείπουν• ἔτσι ὅσο καὶ νὰ προσπαθοῦμε, τὰ κομμάτια ποὺ βάνουμε τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο εἴτε δὲν ἀντιστοιχοῦν καθόλου -εἶναι δηλαδὴ ἄλλ' ἀντ' ἄλλων καὶ σὲ θέση ἀκατάλληλη- καὶ εἶναι ἄμορφα, εἴτε ἀνταποκρίνονται στὸ ἐλάχιστο καὶ ἀποδίδουν μία ἐλλειπτικὴ εἰκόνα, παραμορφωμένη. Ἐδῶ τὸ χάος ἀποδίδεται ὀπτικὰ μὲ τὴν ἀκαταστασία, τὴν ἀταξία ὑλικῶν ποὺ δὲν συναρμολογοῦνται.
Ἡ ἀταξία ποὺ δημιουργεῖ κατὰ κάποιο τρόπο τὴν ἐντύπωση τοῦ χάους μπορεῖ νὰ κυριαρχεῖ ἐπίσης σὲ μία σειρὰ στοιχείων τὰ ὁποῖα, εὑρισκόμενα σὲ ἀκαταστασία καὶ σύγχυση μέσα μας, δὲν μποροῦν νὰ συμβάλουν στὴ λήψη ἀποφάσεων πρὸς τὴ μία ἢ τὴν ἄλλη κατεύθυνση καὶ νὰ δρομολογήσουν ἀνάλογη συμπεριφορά. Τὰ πάντα εἶναι ἀσαφῆ, μᾶς διαφεύγει ἡ λογικὴ ἀκολουθία, δὲν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ πρακτέον. Τὴν ἀταξία αὐτὴ μποροῦμε νὰ χαρακτηρίσουμε ὡς ἀταξία λειτουργικὴ (fonctionnelle). Παραμένουμε ἀμήχανοι, ἀναποφάσιστοι, ἀποθαρρυμένοι καὶ ἀδρανεῖς.
3. Ἡ ἔννοια τοῦ χάους ὡς ἀταξίας, ἀκαταστασίας μπορεῖ νὰ συσχετισθεῖ ἐπίσης μὲ τὴν διάσταση τοῦ χρόνου, μὲ τὸ πρὶν καὶ τὸ μετά. Ὑποθέτουμε κατὰ ταῦτα ὅτι τὸ χάος δὲν εἶναι ἕνα καὶ μοναδικό. Ὑπάρχει, δηλαδή, ἕνα χάος ποὺ θὰ ὀνομάζαμε πρωτογενὲς καὶ θὰ χαρακτηριζόταν ὡς ἐκείνη ἡ κατάσταση στὴν ὁποία ὑπάρχουν μὲν πολλὰ δομικὰ ὑλικὰ ἄλλα ἐν ἀμορφία, ἡ μορφὴ τους εἶναι, δηλαδὴ, σ' αὐτὸ τὸ στάδιο ἀόρατος καθ' ὅ ἀκόμα ἀκατασκεύαστος . Αὐτὸ τὸ χάος εἶναι ἐνδεχόμενο κάποια στιγμὴ νὰ πάρει μία μορφὴ ἢ ἀκόμα καὶ νὰ μὴ διαμορφωθεῖ καθόλου. Ἄλλη περίπτωση μπορεῖ νὰ εἶναι ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία, ἀφοῦ τὸ χάος θὰ ἔχει διαμορφωθεῖ, θὰ ἐπανέλθει πάλι σὲ κατάσταση χαοτικῆς ἀμορφίας. Τὸ δεύτερο τοῦτο χάος θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ τὸ ὀνομάσουμε δευτερογενές. Κατὰ ταῦτα εἶναι εὐνόητο νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἐλλοχεύει συνεχὴς κίνδυνος παλινδρομήσεων καὶ δημιουργίας ἀλλεπάλληλων χαωδῶν καταστάσεων μετὰ ἀπὸ μία πρώτη ἢ δεύτερη στοιχειωδῶς ἐπιτευχθεῖσα τάξη.
Ἂν θέλουμε νὰ διαζωγραφίσουμε τὴν ἔννοια τοῦ δευτερογενοῦς χάους θὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν εἰκόνα τοῦ γκρεμισμένου ἢ ἐρειπωμένου σπιτιοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ἀπόσπασμα συνομιλίας μου μὲ κάποια κυρία ποὺ παρακολουθῶ: «Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι ὅλα γκρεμίζονται μέσα μου, ἔλεγε• πέφτουν σὲ ἐρείπια. Οἱ πέτρες, οἱ σοβάδες ποὺ ξεκολλοῦν, ἡ σκόνη ποὺ σηκώνεται δὲν μοῦ ἐπιτρέπουν νὰ δῶ τίποτα. Ἐπικρατεῖ ἕνα μεγάλο χάος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν ξέρω πῶς θὰ γλιτώσω, ἀσφυκτιῶ. Διερωτῶμαι μάλιστα ἂν θὰ μπορέσω κάποτε νὰ τὸ ξαναχτίσω, νὰ τὸ οἰκοδομήσω τὸ σπιτικό μου καὶ πῶς;». Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἐντοπίζεται χρονικὰ λίγο καιρὸ μετὰ τὸν σεισμὸ στὴν Ἀθήνα τὸ ἔτος 1981. Ἐξωτερικὰ γεγονότα μποροῦν νὰ μορφοποιήσουν τὶς ἐσωτερικὲς παραστάσεις μας!
Αὐτὴ ἡ ἐντύπωση τοῦ χάους ὡς ἐρειπίων δὲν ὁμολογεῖται μόνο σὲ σύγχρονους ποιμαντικοὺς ἢ ψυχοθεραπευτικοὺς διαλόγους. Ἴδιες ἐμπειρίες ἔχουν ἀποτυπωθεῖ καὶ στὰ βιβλικὰ κείμενα καὶ σὲ προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὴν προετοιμασία τῶν πιστῶν γιὰ τὴν Θ. Μετάληψη: «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα, ὅτι oὺκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς, διότι ὅλη ἔρημος καὶ καταπεσοῦσα ἐστι, καὶ οὐκ ἔχεις παρ' ἐμοὶ τόπον ἄξιον τοῦ κλίναι τὴν κεφαλήν• ἀλλ' ὡς ἐξ ὕψους δι’ ἡμᾶς ἐταπείνωσας σεαυτόν, συμμετρίασον καὶ νῦν τὴ ταπεινώσει μου» .
4. Μία τέταρτη χαώδης κατάσταση εἶναι ἐκείνη ποὺ δίνεται μὲ εἰκόνες, ὅπως τοῦ πολλαπλοῦ ἀδιεξόδου, τοῦ λαβυρίνθου, τοῦ χαμένου δρόμου, ἡ τῶν δρόμων ποὺ δὲν ὁδηγοῦν πουθενά, ὅπου τοῖχοι ὑψηλοὶ ἡ τείχη ὑψηλὰ ἐμποδίζουν κάθε περαιτέρω διάβαση. Ἀποκλείεται κάθε δυνατότητα διαφυγῆς μας πρὸς τὰ ἔξω. Σ' αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἔχουμε τὸ συναίσθημα ὅτι περιπλανιόμαστε ἄσκοπα, χωρὶς ἐλπίδα διεξόδου καὶ σωτηρίας. Εἴμαστε καταδικασμένοι καὶ ἀπελπισμένοι. Δὲν περιμένουμε καὶ δὲν ἐλπίζουμε σὲ βοήθεια ἀπὸ πουθενά.
Αὐτὴ ἡ τετραπλῆ χωρο-χρονικὴ εἰκόνα τοῦ χάους ὡς ἀβύσσου, ὡς ἀταξίας, ὡς ἐρειπίων καὶ ὡς ἀδιεξόδου ἀποδίδει μὲ τρόπο παραστατικὸ τὴν ποικιλία ἐσωτερικῶν ἀνθρωπίνων καταστάσεων. Συγκεντρωμένες οἱ τέσσερις αὐτὲς ἐκδοχὲς τοῦ χάους, ἀπαντῶνται καὶ εἰκονογραφοῦνται κατὰ τρόπο παραστατικὸ στὰ ὄνειρά μας. Μὲ τὴν μορφὴ μάλιστα «ἐφιαλτῶν» πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση (χαώδη) μᾶς κάνουν νὰ συνειδητοποιοῦμε αὐτὸ ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ἔννοια καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ χάους. Ἐκεῖ, κατὰ τρόπο ἐντατικὸ καὶ συμπυκνωμένο, ἐκλύονται ὅλα ἐκεῖνα τὰ συναισθήματα καὶ οἱ θυμικὲς καταστάσεις ποὺ γεννιοῦνται , ὅταν βρισκόμαστε ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν χαωδῶν καταστάσεων ποὺ ἀναφέραμε στὶς προηγούμενες παραγράφους.



Β. Τρόποι ἀντιμετωπίσεως τοῦ χάους
1. Ἡ ὕπαρξη ὁδηγητικῆς εἰκόνας: ὁ Χριστὸς
Ἔχοντας φθάσει σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι φυσικὸ νὰ διερωτώμεθα μὲ ποιοὺς τρόπους, μὲ ποιὰ μέσα θ' ἀντιμετωπίσουμε αὐτὸ τὸ χάος; Ἰδιαίτερα σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸν ἄνθρωπο, ἀναζητᾶμε τὴν εἰκόνα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσει ἀπὸ τὴν ἀμορφία στὴν μορφή, ἀπὸ τὸ χάος στὸ πρόσωπο. Ὑπάρχει ἄραγε μία ὁδηγητικὴ εἰκόνα, ποὺ μὲ τὴν βοήθειά της θὰ μποροῦσε ν’ ἀντιμετωπίσει δημιουργικὰ αὐτὸ τὸ χάος;
Ὅταν λέμε κάτι τέτοιο, δὲν ἀναφερόμαστε πρωτίστως στὴν ὕπαρξη προτύπων συμπεριφορᾶς, βάσει τῶν ὁποίων θὰ ὑπερβοῦμε χαώδεις καταστάσεις καὶ γεγονότα καθημερινὰ ποὺ μᾶς βασανίζουν καὶ ποὺ εἶναι συνήθως συμπτώματα ἑνὸς βαθύτερου χάους ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Ἐννοοῦμε κυρίως τὴν ὕπαρξη μίας ὁδηγητικῆς εἰκόνας, ποὺ θὰ μορφοποιήσει αὐτὸ τὸ βαθύτερο χάος καὶ θὰ βοηθήσει τελικὰ στὴν ὑπέρβαση καὶ αὐτῶν τῶν ἐπὶ μέρους ἐξωτερικῶν χαῶν. Ἐννοοῦμε ἀκόμα μία εἰκόνα ποὺ θὰ εἶναι βαθύτατα προσωπική, δὲν θὰ εἶναι δηλαδὴ ξένη στὸ πρόσωπο καὶ ἐπιβεβλημένη ἔξωθεν, ἀλλὰ θὰ ἀνταποκρίνεται στὴ βαθύτερη φύση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ δυνηθεῖ ὅμως νὰ μορφοποιηθεῖ θὰ ἔχει ἀνάγκη ὄχι μόνο τῶν οἰκείων προσωπικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ ἐκείνων τῶν δυνάμεων ποὺ θὰ τὶς ὀνομάζαμε θετικὲς πνευματικές. Ἐπισημαίνουμε, ὅμως, τὴν ὕπαρξη ἄλλων δυνάμεων (ἀρνητικῶν) ποὺ ἀντιτάσσονται σ' αὐτὴ τὴν μορφοποίηση (βλ. πιὸ κάτω).
Ἡ «ἐπίτευξη» τοῦ προσώπου ἀπὸ τὸ ὑπάρχον χάος θὰ ἀπαιτήσει προσπάθειες δημιουργικῆς πνοῆς καθότι ἡ πραγμάτωση τῆς εἰκόνας προϋποθέτει δυναμικὴ καὶ ὄχι στατικὴ ἀντιμετώπιση. Αὐτὸ ἄλλωστε ὑπαινίσσεται καὶ ὁ τίτλος τῆς εἰσηγήσεως: «Προσωπικὰ καὶ πνευματικὰ μέσα γιὰ τὴ δημιουργικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ χάους». Ὁ ὑπότιτλος «ἀπὸ τὸ χάος στὸ πρόσωπο» μπορεῖ νὰ παραλλαγεῖ ὡς «ἀπὸ τὸ χάος στὸ Χριστό», γιατί εἴμαστε βαθύτατα πεπεισμένοι ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ προβάλλει κατὰ τρόπο συγκεκριμένο τὴ μοναδικὴ εἰκόνα, βάσει τῆς ὁποίας θὰ συγκροτηθοῦμε ἀπὸ χαώδεις ὑπάρξεις σὲ πρόσωπα.
Ἡ ἐπιλογὴ ἄλλωστε αὐτῆς τῆς εἰκόνος δὲν γίνεται κατὰ τρόπο αὐθαίρετο, δὲν ἐπιβάλλεται ἔξωθεν ἀλλὰ δένεται μὲ τὸ βαθύτερο εἶναι τοῦ ἀνθρώπου καθότι ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ»(Γεν. 1, 27). Ἐξάλλου, στὴν πρόθεση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ διαφαίνεται στὴν Ἁγία Γραφή, ἦταν νὰ ποιήσει τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1, 26). Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συλλήψεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς δημιουργήματος φάνηκε ἡ διαμορφωτικὴ ἐκείνη ἀρχή, ποὺ θὰ καθόριζε τὴν ἀνάπτυξή του. Ὁ ἄνθρωπος θὰ γινόταν αὐτὸ ποὺ ἦταν ἤδη στὴ οὐσία του, εἰκόνα δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ κατ' εἰκόνα. Αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν ἀκόμα ἐμφανὲς βρισκόταν στὸν ἐσώτατο πυρήνα του, ἀόρατο καὶ ἀκατασκεύαστο, πρὸς ἐνέργεια.
Ἡ δοκιμασία καὶ ἡ πτώση του δυσκόλεψε τὸν ἄνθρωπο στὸ νὰ ἔχει σαφῆ γνώση καὶ ἀντίληψη περὶ εἰκόνος καὶ ὁμοιώσεως. Ἡ εἰκόνα ἔχει ἀμαυρωθεῖ καὶ ἦταν δυσδιάκριτη. Ὁ ἄνθρωπος ἔστρεψε τὴν προσοχή του σὲ θεοὺς καὶ εἴδωλα. 'Ἔπρεπε νὰ ἔλθει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, γιὰ νὰ ἐξαποστείλει ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν Του (Γαλάτ. 4, 4), ὁ ὁποῖος, καθὼς τονίζει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «ἔστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολοσ. 1, 15), κι ἔτσι νὰ φανεῖ καθαρὰ τὸ κατ' εἰκόνα καὶ τὸ καθ' ὁμοίωσιν τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Ἅγ. Εἰρηναῖος ὁ Λουγδούνου ἐκφράζει αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, ὅταν ὑποστηρίζει ὅτι: «ἐν τοῖς προσθεν χρόνοις ἐλέγετο μὲν κατ' εἰκόνα Θεοῦ γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον, οὐκ ἐδείκνυτο δέ. Ἔτι γὰρ ἀόρατος ἦν ὁ Λόγος, οὗ κατ' εἰκόνα ὁ ἄνθρωπος ἐγεγόνει. Δία τοῦτο δὴ καὶ τὴν ὁμοίωσιν ρᾳδίως ἀπέβαλεν. Ὁπότε δὲ σὰρξ ἐγένετο ὁ Λόγος τοῦ θεοῦ, τὰ ἀμφότερα ἐπεκύρωσε• καὶ γὰρ καὶ τὴν εἰκόνα ἔδειξεν ἀληθῶς, αὐτὸς τοῦτο γενόμενος, ὅπερ ἦν ἡ εἰκὼν αὐτοῦ• καὶ τὴν ὁμοίωσιν βεβαίως κατέστησε, συνεξομοιώσας τὸν ἄνθρωπον τῷ ἀοράτῳ Πατρὶ» .
Στὸν Ἰησοῦ Χριστό, λοιπόν, ὁ ὁποῖος «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος» (Φιλιπ. 2, 7) κατέστη δυνατὸν «νὰ κατοικήσει πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολοσ. 2, 9). «Ὁ ἑωρακῶς τὸν Υἱὸν ἑώρακε τὸν Πατέρα» (Ἰω. 14, 9). Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπολιμπάνει ὑπογραμμὸν (παράδειγμα) στὰ ἴχνη τοῦ ὁποίου ὀφείλουμε νὰ ἐπακολουθήσουμε (1 Πέτρ. 2, 21). Ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἰησοῦ μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ ἄστοχες περιπλανήσεις καθότι εἶναι ἐπιστροφὴ εἰς τὸν Ποιμένα καὶ Φύλακα τῶν ψυχῶν μας (1 Πέτρ. 2, 25).
Συνεπῶς ἡ εἰκόνα ἐκείνη ἡ ὁποία θὰ μᾶς ὁδηγήσει ἔξω ἀπὸ τὸ χάος, τὸ κενό, τὴν ἀσάφεια, τὴν σύγχυση, τὴν πλάνη, εἶναι συγκεκριμένη, ἔχει ὡς ὄνομα «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2, 9• πρβλ. Ἐφεσ. 1, 21), εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἔχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, εἶναι κάτι τὸ «ἁπτό», τὸ πλῆρες. Ὁ χριστιανὸς μπορεῖ τώρα σύμφωνα μὲ αὐτὴν νὰ προχωρήσει στὴν μεταμόρφωσή του. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, γιὰ νὰ καταστήσει σαφῆ τὴν μεταμόρφωση, χρησιμοποιεῖ τὴν εὐρηματικὴ εἰκόνα τοῦ ἐνδύματος ...

1 σχόλιο:

  1. Τὸ κείμενο μπορεῖτε νὰ διαβάσετε ΕΔΩ:

    htt p://www.scribd.com/doc/38 780920/Chaos-Prosopon#ful lscreen:on

    ΑπάντησηΔιαγραφή