Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος

Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος
Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος, ο Ποιμαντικός Θεολόγος.

Γενικά εισαγωγικά:

Ο Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε Θεολογία στην Αθήνα, Πρακτική Θεολογία στο Erlangen (Γερμανία), Οικογενειακές Επιστήμες και Ψυχολογία στη Louvrain (Βέλγιο). Είναι διδάκτωρ Θεολογίας, διδάκτωρ Οικογενειακών Επιστημών και ψυχολόγος. Έχει διδάξει μεταξύ άλλων τα μαθήματα: της Ποιμαντικής, της Ποιμαντικής Γάμου και Οικογενείας, της Συμβουλευτικής Ποιμαντικής και της Εισαγωγής στην Ψυχολογία. Τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητικές του προσπάθειες επικεντρώνονται στις σχέσεις Θεολογίας και Επιστημών του ανθρώπου, ιδιαίτερα της Ψυχολογίας, των Οικογενειακών Επιστημών και της Βιοηθικής με στόχο την οικοδόμηση μιας Ποιμαντικής Ανθρωπολογίας του Γάμου, της Οικογένειας και των Φύλων, η οποία συνιστά την αφετηρία για μία ορθή διαποίμανση του εν συζυγία ανθρώπου.

ΣΤΑΘΜΟΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ (ποιήματα)

Ἀλεξάνδρου Μ. Σταυροπούλου


Σταθμοί ἀναψυχῆς



Ἀθήνα, 2010


Προλογικό

Εἶναι φορὲς πού ἡ ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ πραγματικότητα σὲ προκαλεῖ. Ἡ ἐπικαιρότητα μὲ ὅλα τὰ συμβαίνοντα σὲ προσκαλεῖ νὰ κάνεις κάποια σχόλια, ποιμαντικὰ ἢ ὄχι. Τὰ καταγράφεις σὲ κρυφὰ ἢ φανερὰ ἡμερολόγια, καταστρωμάτων ἢ κάτω στρωμάτων. Ἐξακολουθεῖς νὰ ταξιδεύεις. Κι ὅμως, ὁ ἑαυτός σου, οἱ ἄλλοι, ὁ γύρω σου κόσμος συνεχίζει ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψεις νὰ σὲ πληγώνει. Θὰ ἦταν ἄδικο νὰ μετρᾶς μόνο πληγές. Ὑπάρχουν καὶ σταθμοὶ ἀναψυχῆς• γιὰ νὰ γλυκάνεις τὸν παραπικρασμό σου. Ἡ ψυχή σου βρίσκει ἀνάπαυλα σ' αὐτοὺς τοὺς σταθμοὺς ἀνεφοδιασμοῦ. Καὶ θέλεις, καίτοι μύχια τὰ βιώματά σου, νὰ τὰ κοινωνήσεις μὲ τοὺς ἄλλους κινδυνεύοντας νὰ ἐκτεθεῖς. Σὲ μιὰ…
… Διαδικασία συγγραφῆς
συνάζεις, τότε, θραύσματα τῆς μνήμης,
θύμησες παληές, ἀνεξίτηλες·
σκόρπια γραψίματα σὲ λησμονημένα τετράδια
ποὺ χρόνια ὑφαίνονταν μέσα σου.
Τὰ παρασύρεις σὲ ἑνότητες τῆς στιγμῆς·
τό ὅλο φανερώνεται πρωτότυπο
κι ἡ μαγικὴ εἰκόνα τοῦ μυαλοῦ
νά τη μπροστά μας ὁλόκληρη
στὸ τέλος γραμμῆς διακεκομμένης.

Α. Μ. Σταυρόπουλος

Πάσχα 2010



Περιεχόμενα

Προλογικό: Διαδικασία συγγραφῆς
Ἀπὸ ἄρθρο στὸν «Ἐφημέριο»: Παραλειπόμενα, Ὀκτώβριος 1999, σ. 18-20· τὸ ποίημα στὴ σ. 18.

1. Τὰ γελαστὰ παιδιὰ ἀνάμεσα στοὺς δυὸ στρατοὺς
Δημοσιεύτηκε στὸν «Ἐφημέριο» ὡς Ἐπιμνημόσυνη δέηση, Γιὰ τὴ σφαγὴ στὸ Πεκίνο, στὸ τεῦχος 1/15 Ἰουλίου 1989, σ. 208-210· οἱ στίχοι στὴ σ. 208.

2. Σταυροὶ καὶ κίονες
Ἀπὸ ἄρθρο στὸν «Ἐφημέριο»: Αἰγαιοπελαγίτικες σελίδες, στὸ τεῦχος 1/15 Σεπτεμβρίου 1993, σ. 272-274· τὸ ποίημα στὴ σ. 272.

3. Μὴ
Ἀπὸ ἄρθρο στὸν «Ἐφημέριο»: Τὸ Πρόσωπο καὶ τὰ Πρόσωπα, Μάϊος 2001, σ. 17-21· τὸ ποίημα στὴ σ. 20.

4. Πλατεῖα Ἀλεξάνδρας
20 Μαρτίου τοῦ 2002, Προηγιασμένη, τὴν πρώτη Τετάρτη τῶν Νηστειῶν.

5. Μειδιώντας περιμένουν
Πέμπτη 25 Ἀπριλίου 2002, Πληρωμὴ τῶν ὀστῶν στὸ Γ΄ Νεκροταφεῖο. Ἀπὸ ἄρθρο στὸν «Ἐφημέριο»: Τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τεῦχος Ἰουλίου-Αὐγούστου 2008, σ. 14-15· τὸ ποίημα στὴ σ. 15.

6. Δὲν θέλω
11 Μαῒου τοῦ 2002, Σάββατο, παραμονὴ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ.

7. Φωνὴ αὔρας λεπτῆς
Φθινόπωρο τοῦ 2002.

8. Τὰ ἀξιώματα
Χειμώνας τοῦ 2002.

9. Μοιάζω γιὰ δέντρο;

Ἀκροτελεύτιο: Kαλὲ μου γέροντα, εὐχήσου
Ἀφιέρωμα στòν Γέροντα Πορφύριο. Ἀπὸ ἄρθρο στὸν «Ἐφημέριο»: Ἕνα χρόνο μετά… (τὴν κοίμησή του), τεῦχος 15ης Νοεμβρίου 1992, σ. 352-353· τὸ ποίημα στὴ σ. 353. Προτάσσεται ὡς ἀφιέρωση στὸ ὑπὸ ἔκδοση βιβλίο τοῦ συγγραφέα, Ὀρθόδοξη Συμβουλευτικὴ Ποιμαντική.


1
Τὰ γελαστὰ παιδιὰ ἀνάμεσα στοὺς δυὸ στρατοὺς
Οἱ πιὸ κάτω στίχοι γράφτηκαν «ἐν βρασμῷ ψυχῆς» μὲ τὴν ἀναγγελία
τῆς αἱματηρῆς καταστολῆς τῶν φοιτητικῶν κινητοποιήσεων
στὴν Πλατεῖα τῆς Τιὲν Ἂν Μὲν τὸν Ἰούνιο τοῦ 1989.
Στρατιῶτες τοῦ Αὐτοκράτορα Κὶν Σιχουὰνγκ•
σταθεῖτε προσοχὴ ὅσο κι ἂν σᾶς δυσκολεύουν
σωροὶ τὰ χώματα στοιβαγμένα στὰ πόδια σας ἀπὸ αἰῶνες.

Σταθεῖτε προσοχὴ ἱππεῖς μαζὶ μὲ τ’ ἄλογά σας•
πάρτε βαθειὰ ἀναπνοή, σταθεῖτε ἀκίνητοι.
Ἑνὸς λεπτοῦ σιγὴ δὲν φτάνει• σιγὴ αἰώνων
πρέπει στὰ νέα παιδιά, ποὺ στὴν Πλατεῖα σκότωσαν
συνάδελφοί σας μὲ τὴν κόκκινη κορδέλα στὸ πηλίκιο.

Σεῖς, πήλινοι στρατιῶτες, συνοδοὶ τοῦ Αὐτοκράτορα,
καλωσορίστε στὴν οὐράνια γαλήνη τὰ γελαστὰ πρόσωπα,
ποὺ σημάδεψε ἡ ὀδύνη τοῦ ἀπρόσμενου,
νὰ σκοτωθοῦν ἀπὸ ἀνάδελφα χέρια ἀδελφῶν.
Τὰ πρόσωπά τους ἄφησαν σημάδια ἀνεξίτηλα•
οἱ ὀθόνες μας θά ’ναι στὸ ἑξῆς παλίμψηστοι κώδικες.

Θὰ ξύνουμε μὲ τὰ νύχια μας τὶς εἰκόνες ποὺ περνοῦν,
ὅπως οἱ πρῶτοι σύντροφοι τῆς Μεγάλης Πορείας
ποὺ ὁδοποιοῦσαν ἕνα διαφορετικὸ μέλλον,
γιὰ νὰ βρίσκουμε πάλι καὶ πάλι τὰ πρόσωπά τους
καταχωμένα ἀπὸ τὶς καινούριες εἰκόνες ποὺ φτάνουν
ὅπως τὰ δικά σας τὰ σώματα ἀπὸ σωροὺς χωμάτων.

Πήλινοι στρατιῶτες, σεῖς, ποὺ ὁ αἰῶνες πρὶν
τεχνίτης ποὺ σᾶς ἔπλασε ἔλαβε χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς,
ζητῆστε ἀπὸ Ἄλλο Τεχνίτη τώρα
νὰ ἐμφυσήσει σὲ σᾶς πνοὴν ζωῆς•
γιατὶ τί σχέση μπορεῖ νά ’χουν
τὰ γελαστὰ παιδιά, μὲ τοὺς νεκρούς;

Ἐμεῖς, ἔχοντας κεφαλοδέσει μὲ πένθιμες κορδέλλες,
δεόμεθα ἀπὸ τὴν ἔρημη πιὰ Πλατεία
τῆς Οὐράνιας Ἀναταραχῆς
νὰ λάμψει ἕνα Μεγάλο Φῶς σ’ αὐτούς, ποὺ κάθονται
στὴ σκιερὴ χώρα τοῦ Θανάτου
κι ὁ πηλὸς ν’ ἀφθαρτοποιηθεῖ.
Αἰωνία ἡ μνήμη σας, Ἀδέλφια τῆς Ἀνατολῆς!



2
Σταυροὶ καὶ κίονες
Στίχοι ἐμπνευσμένοι ἀπὸ μία ὑδατογραφία (Σταυροὶ καὶ κίονες)
καὶ ἕνα σχέδιο μὲ σινικὴ μελάνη (Ἀπὸ ἐπάνω καὶ πρὸς τὰ ἐπάνω) τοῦ Paul Klee. Καὶ τὰ δύο τοῦ 1931. Ἡ πρώτη βρίσκεται στὴν Πινακοθήκη τοῦ Μονάχου καὶ τὸ δεύτερο στὸ Ἵδρυμα Paul Klee στὴ Βέρνη.
Σταυροὶ καὶ κίονες,
σύνθεση ἀφαιρετικὴ
τῶν δύο προσώπων
μιᾶς Ἑλλάδας ποὺ χάνεται,
χάνοντας τὴν ψυχή της
καὶ τὸ πνεῦµα της.

Σταυροὶ καὶ στῆλες,
κεραῖες ποὺ ἀγκαλιάζουν
τὴν Οἰκουμένη
καὶ τὴν ἀγλαΐζουν
ὁριζοντίως καὶ καθέτως•
ἀποκρυπτογραφοῦν
μοῖρες ἀνθρώπων
ποὺ ἀναστηλώνουν τὴν ὕπαρξή τους
στυλώνoντάς την σὲ πασσάλους
ἢ σὲ βουνοκορφές.

Τὰ θεμέλιά µου στὰ βουνὰ
θυμίζει ὁ ποιητὴς
τὴ μοίρα τῆς Ἑλλάδας
ποὺ φέρνει τ’ ἀπάνω κάτω
καὶ εἶναι ἱκανὴ νὰ κινήσει
ἀπὸ ἐπάνω καὶ πρὸς τὰ ἐπάνω
γεφυρώνoντας τὸ μέσα µὲ τὸ ἔξω.

3
Μὴ
Μὴ σβήσεις τὸ πρόσωπο
ποὺ σοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Κύριος
στὴν πρώτη συνάντηση μαζί Του.
Πάσχισε νὰ διακρίνεις
τὰ ἴχνη Του πάνω σου.
Ζήτησε τὴ συνέχεια ἐκεῖ,
ποὺ ἀπρόσεκτες πατημασιὲς
σήκωσαν σκόνη
καὶ δυσκολεύουν τώρα τὴν ἀνίχνευση.
Κάνε την πέρα μὲ προσοχὴ
μὴ καὶ σοῦ διαφύγουν ἐντελῶς τὰ ἴχνη.
Σβῆσε, μόνον ἐκεῖ ποὺ
πάτησες ἄσχημες μολυβιές.
Προσπάθησε πάλι καὶ πάλι
νὰ βρεῖς τὸ πρόσωπό σου
στ' ἀχνάρια τῆς μορφῆς Του.
Μὴ σβήσεις τὸ πρόσωπο
ποὺ σοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Κύριος ...


4
Πλατεῖα Ἀλεξάνδρας
Σὰν ἄγγιγμα ἀνεπαίσθητο,
καὶ τὸ ἐρώτημα δειλὸ στὰ χείλη :
"τίς μου ἥψατο;", γιατὶ "ἔγνων τῷ σώματι" ,
ὅ γέγονεν ἐπ' ἐμοὶ" (Μάρκου 5, 25-34).
Περαστικὸς ἀπὸ δίπλα μου στὴν ἔξοδό Σου
πρὸς τὴν εἴσοδο,
ἔτσι σκυμμένος ὅπως ἤμουνα,
αἰσθάνθηκα τὸ πέρασμά Σου.
Ὅπως σπαθὶ τιναγμένο ἀπὸ χέρι ἐπιδέξιο
χαράσσει ἀκροθιγῶς τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου,
ἔτσι ἔνοιωσα χαραματιά,
ποὺ μέσα της περνᾶ πνοὴ ζωῆς,
σφραγίδα ἀνεξίτηλη.
Μάτια κλειστὰ κι ἡ ἀκοὴ ὀξεῖα
ν’ ἀκούει τὸ "δι’ εὐχῶν"
καὶ νὰ διαισθάνεται, τὰ βλέφαρα μισάνοικτα,
κάτι σὰ σούρσιμο μανδύα ποὺ διέρχεται.
Τότε, Τὸν "βλέπει"
νὰ προχωρεῖ δορυφορούμενος.
Μένει ἐκστατικός, θεᾶται μυστικὰ
κι οὔτε νὰ σηκωθεῖ πὼς πρέπει
περνάει ἀπὸ τὸ λογισμό του.
Καθηλωμένος, ἐκεῖ, στὴν πρώτη του θέση,
ν' ἀναλογίζεται ἐκείνη τὴ στιγμὴ
ποὺ πέρασε κι ὅμως ξαναέρχεται, ἔτι καὶ ἔτι.
"Καλόν ἐστιν ἐμὲ ὧδε εἶναι" ψιθυρίζει.
Αὐτὸ σκέπτεται καὶ παραμένει.
Εὐγνωμοσύνη πλημμυρίζει τὴν ψυχή του
πού ὁ Θεὸς τὸν καταδέχεται
καὶ εἰσχωρεῖ στὰ μικρὰ πράγματα
καὶ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία Του
καὶ τὴν ἀντίληψή της.
Ψωμί, κρασί, ἄρτος καὶ οἶνος
πολλαχῶς ὀνομαζόμενα
μὰ στὴν οὐσία σῶμα καὶ αἷμα
ποὺ σαφῶς μᾶς διδάσκουν
"τοῦ Θεοῦ τὸ ἄγνωστον καὶ τὸ γνωστόν".
Ὁ ἁπτόμενος τῶν ὁρέων καὶ καπνίζονται περνάει
καὶ κάνει τὶς καρδιὲς νὰ φλέγονται,
ἄφλεκτοι βάτοι.
Κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ' αὐτὸν
νὰ μὴν ὀσμίζεται τί τοῦ συμβαίνει.
Αὐτὴ ἡ θύμηση νὰ τὸν κρατᾶ εὐφρόσυνο στὸ νῦν
καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.


5
Μειδιώντας περιμένουν
Ὀστέα τεταπεινωμένα οἰκοδομοῦν λαμπροὺς ναούς•
στοιχισμένα στὴ σειρὰ ὑπομένουν ἀνυπόμονα
τριγμοὺς ποὺ ἀντηχοῦν διαλόγους μυστικοὺς
ἔτσι συντροφευμένα ποὺ εἶναι τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο.
Κιβώτια - κιβώρια μιᾶς ἄλλης τάξης
ποὺ ἀποπνέουν γαλήνη ἀναπαύσεως.
Εἰσέρχεσαι στὶς κατακόμβες ὅπου φυλάσσονται,
νοιώθεις οἰκεῖος σὰ νὰ τοὺς γνώριζες ἀπὸ παληά,
καὶ ἄγνωστοι ἀκόμα γίνονται γνώριμοί σου.
Σὲ συντροφεύουν• γίνονται γέφυρες, περάτες.
Τὰ τόξα τους γίνονται τόξα ποὺ ἐκτοξεύουν
καὶ σὲ πηγαίνουν πέρα ἀπὸ τοὺς στόχους.
Ἐσύ σαι στόχος κινούμενος ἔτσι ὅπως βηματίζεις,
σὲ σημαδεύουν καὶ σὲ κοιτοῦν μὲ θαλπωρή,
βγαλμένη ἀπὸ κόκκαλα ἱερά.
Μειδιώντας, περιμένουν
καὶ ἀποκαραδοκοῦν τὴν Ἀνάσταση.


6
Δὲν θέλω
Δὲν θέλω καμιὰ εἰκόνα Σου
νὰ δεσμεύει τὴ μορφή σου στὴ σχέση μας.
Εἶσαι συγκεκριμένος ἀλλὰ Σὲ θέλω ἀνοιχτὸ
γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ περιλάβεις τὸ κάθε τι.
Περιχωρώντας ἀπεριχώρητος.
Σημαίνοντας μὴ σημαινόμενος.
Νὰ μπορῶ νὰ Σὲ προβάλλω στὸν καθένα
ξέροντας πὼς διαφεύγεις διαπερνώντας τοίχους καὶ τείχη.
Νὰ εἶσαι ἐδῶ καὶ ἀλλοῦ,
ἀλλοτινὸς καὶ τωρινὸς καὶ μελλούμενος.
Πολλὲς εἰκόνες Σου φιλάνθρωπα μὲ προσκαλοῦν
μὲ χίλια ὀνόματα ποὺ Σοῦ ἔχουμε δώσει
Ἐσένα τὸν ἀνονομάτιστο.
Τὰ χίλια ὀνόματα: ἕνα καὶ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα.
Σ' ἐπικαλοῦμαι καὶ Σὲ ὀνομάζω Κύριο,
Χριστὸ καὶ Ἰησοῦ, ὀνόματα ἀπὸ παληὰ
γιὰ νὰ ζητῶ τώρα καὶ πάντα τὸ ἔλεός Σου.

7
Φωνὴ αὔρας λεπτῆς
Πληθυντικοὺς δὲν χρειαζόμαστε
τοῦ ἑνικοῦ ἔχοµεν χρείαν.
Θεοὺς πολλοὺς ὀνοµατίζουνε•
τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς
καὶ τῶν ὑποχθονίων.
Μὰ ἐμεῖς, τὸν Ἕναν ἀτενίζουμε
ποὺ εἶναι Δυὸ καὶ Τρεῖς,
τοὺς χίλιους δεκατρεῖς τοὺς ἀψηφοῦµε,
οἱ σχέσεις ἔχουνε τὰ ὅριά τους ...
Σεισµός, φωτιὰ δὲν µᾶς ταιριάζουν•
Μᾶς ἀναπαύει ἡ ζωογόνος αὔρα.


8
Τὰ ἀξιώματα
Τὰ ἀξιώματα καὶ τὰ συνακόλουθά τους,
χρῆμα, τιμὴ καὶ δόξα,
τὰ θεωροῦμε κέρδος διαφυγόν,
χωρίς, ὅμως, ἀπαίτηση
γιὰ προσφυγὲς καὶ ἀποζημιώσεις.

Ἐπιλογές, μὲ χίλιες δυὸ συναλλαγὲς
γιὰ δοκιμὲς στὴν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας•
ἀνίερες συμμαχίες
ἀνθρώπων ἀσυμμάχων,
ποὺ δὲν στοιχίστηκαν ποτὲ
ὦμο τὸν ὦμο.

Οἱ συντυχίες τά ‘φεραν ἔτσι,
νὰ κάτσουν δίπλα δίπλα,
γιὰ νὰ διπλώσουν οἱ ἴδιοι
ἢ γιὰ νὰ διπλαρώσουν ἄλλους
ἀνύποπτους σὲ τοῦτα τὰ καμώματα.


9
Μοιάζω γιὰ δέντρο;
Ἀειθαλῆ καὶ φυλλοβόλα,
ποιὸ ἀπὸ τὰ δυὸ ταιριάζει ἄραγε σὲ μένα;
Δέντρο νὰ λὲς πὼς μοιάζεις
καλὸ γιὰ σένα, ρίζες νὰ ἔχεις.
Τί κι ἂν διαφέρει τό ‘να ἀπὸ τὸ ἄλλο;
Καθένα γίνεται αὐτὸ ποὺ εἶναι.
Νὰ παινευτεῖ τὸ ἕνα στ’ ἄλλο δὲν τοῦ πάει.
Τὰ φύλλα μένουν ὅσο καιρὸ τοὺς πρέπει.
Ἄλλες οἱ ἀνάγκες τοῦ ἑνὸς
κι ἄλλες τοῦ ἄλλου.
Τὰ φύλλα λειτουργοῦν τὶς χρεῖες
κι ἀχρείαστα φυλλοροοῦν.


Ἀκροτελεύτιο
Kαλὲ μου γέροντα, εὐχήσου
Καλέ μου Γέροντα, εὐχήσου ὅπως τότε
ποὺ εὐχόσουν καὶ μᾶς σταύρωνες.
Ἡ δέησή σου ξέχυνε πάνω μας
κρουνοὺς χάριτος καὶ μᾶς ἐλευθέρωνε
ἀπὸ δεσμὰ ποὺ μᾶς κρατοῦσαν
σφικτὰ δεμένους κι ἀκίνητους.
Τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, τότε,
κινοῦνταν στὰ τέσσερα σημεῖα
τοῦ ὁρίζοντα, κι ὁ λόγος σου
κάρτα πολλαπλῶν διαδρομῶν
μᾶς ἐπιβίβαζε ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων
σὲ πορθμεῖα γόνιμων γραμμῶν.