Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος

Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος
Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος, ο Ποιμαντικός Θεολόγος.

Γενικά εισαγωγικά:

Ο Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε Θεολογία στην Αθήνα, Πρακτική Θεολογία στο Erlangen (Γερμανία), Οικογενειακές Επιστήμες και Ψυχολογία στη Louvrain (Βέλγιο). Είναι διδάκτωρ Θεολογίας, διδάκτωρ Οικογενειακών Επιστημών και ψυχολόγος. Έχει διδάξει μεταξύ άλλων τα μαθήματα: της Ποιμαντικής, της Ποιμαντικής Γάμου και Οικογενείας, της Συμβουλευτικής Ποιμαντικής και της Εισαγωγής στην Ψυχολογία. Τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητικές του προσπάθειες επικεντρώνονται στις σχέσεις Θεολογίας και Επιστημών του ανθρώπου, ιδιαίτερα της Ψυχολογίας, των Οικογενειακών Επιστημών και της Βιοηθικής με στόχο την οικοδόμηση μιας Ποιμαντικής Ανθρωπολογίας του Γάμου, της Οικογένειας και των Φύλων, η οποία συνιστά την αφετηρία για μία ορθή διαποίμανση του εν συζυγία ανθρώπου.

Ο Μ Ι Λ Ι Ε Σ



Ο ΚΑΤΗΧΗΤΗΣ ΩΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ:
Πατέρας ἤ μεγαλύτερος ἀδελφός;

τοῦ Ἀλεξάνδρου Μ. Σταυροπούλου
Ὁμ. Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Ὁριοθετήσεις
Ἐπιτρέψτε μου, στὸν τίτλο τῆς σημερινῆς μου ὁμιλίας «Ὁ Κατηχητὴς ὡς Παιδαγωγός: Πατέρας ἤ μεγαλύτερος ἀδελφός;», νὰ προτάξω τὸν στίχο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπό τὴν Α΄ Κορινθίους Ἐπιστολή του (4, 15): Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ,
ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας», γιατί ἀκολουθώντας τὰ βήματά του εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θὰ συλλάβουμε τὸ ἀκριβὲς νόημα τῆς κατηχητικῆς μας ἀποστολῆς. Πρόκειται πράγματι γιὰ ἀποστολή. Σὲ μία ἐποχὴ ὅπου τὰ πάντα ἀμφισβητοῦνται καὶ κάθε εἴδους ἀλήθεια, ἐσεῖς νὰ ἐπιμένετε ὄχι μόνο νὰ διδάσκετε τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλλὰ καὶ νὰ στηρίζετε στὴν πίστη τους τὰ νέα παιδιά, τοὺς νέους μας. Αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο μία μετάδοση γνώσεως ἢ γνώσεων, ἁπλὴ διδασκαλία, ἐκφώνηση συγκεκριμένου γνωστικοῦ περιεχομένου, ἀλλὰ ὑπομονετικὴ προσπάθεια ἐμπέδωσης καὶ μαθητείας σὲ ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη στὴν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὴ τὴ στιγμὴ δὲν θὰ ἐπιμείνω τόσο στὸ πῶς αὐτῆς τῆς διαδικασίας ἢ ἂν θὰ πρέπει νὰ ὀνομάζεται Κατήχηση ἢ Χριστιανικὴ παιδεία καὶ ἀγωγὴ καὶ στὸ πόσο εἶναι δύσκολο νὰ λεχθοῦν τὰ παλιὰ μὲ καινούριο τρόπο. Ἐκεῖνο ποὺ μὲ ἀπασχολεῖ εἶναι νὰ ξεκαθαρίσουμε λίγο τὶς ἔννοιες τοῦ τίτλου καὶ κατὰ πόσον ὁ Κατηχητὴς μπορεῖ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὸ ρόλο του ὡς παιδαγωγοῦ καὶ πατέρα καὶ κατὰ πόσον κυριολεκτικὰ ἢ μεταφορικὰ θὰ μπορέσει νὰ λειτουργήσει ὡς παιδαγωγὸς καὶ ὡς πατέρας ἀλλὰ καὶ ὡς μητέρα, γιατί δὲν ἔχουμε μόνο ἄνδρες κατηχητὲς ἀλλὰ καὶ γυναῖκες κατηχήτριες. Εἶναι δυνατὸν νὰ οἰκειοποιηθεῖτε τὶς ἰδιότητες ἑνὸς πατέρα στὴν ἡλικία ποὺ βρισκόσαστε, νέοι καὶ νέες κατηχήτριες καὶ κατηχητές;
Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διαχωρίζει κατὰ κάποιο τρόπο τὶς δύο καταστάσεις. Παρ’ ὅλο ὅτι ἐδίδαξε στοὺς Κορινθίους τὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας καὶ ὡς παιδαγωγὸς ἐν Χριστῷ, προτιμᾶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὴν ὀνομασία τοῦ πατέρα. Παιδαγωγοὺς μπορεῖτε νὰ ἔχετε χιλιάδες, δὲν ἔχετε πολλοὺς πατέρες ἀλλὰ μόνον ἕνα, ἐμένα τὸν Παῦλο, γιατί ἐγὼ σὰν πατέρας σᾶς γέννησα μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐγώ σᾶς μίλησα πρῶτος γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ σπουδαῖα καὶ τὰ θαυμάσια καὶ σᾶς ἀποκάλυψα τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ. Οἱ δάσκαλοι ἔρχονται μετὰ γιὰ νὰ σᾶς θυμίζουν τὶς ἀρχὲς ποὺ διδάσκω παντοῦ σ’ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Καὶ ἕνας τέτοιος ἦταν ὁ Τιμόθεος «τέκνον ἀγαπητὸν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ» (στίχος 17). Τὸ ἕνα τέκνον θὰ πρέπει νὰ ὑπενθυμίζει στὰ ἄλλα τέκνα τὶς ἀρχὲς ποὺ πρέπει νὰ ὁδηγοῦν τή ζωή τους.

Πατέρας ἢ μεγαλύτερος ἀδελφός;
Βρίσκονται λοιπὸν σὲ μία νέα πραγματικότητα ἀντιλήψεως τοῦ ρόλου τους. Ἐμφανίζεται ξαφνικὰ ἡ ἔννοια τοῦ ἀδελφοῦ ποὺ παρὰ τὸ νεαρόν τῆς ἡλικίας του κανένας δὲν πρέπει νὰ τὸν καταφρονεῖ. Εἶναι σημαντικὴ ἡ προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὸν Τιμόθεο στὴν Ἀ’ ἐπιστολὴ ποὺ τοῦ ἀπηύθυνε (4, 12).
Γιὰ ὅλους μας φαίνεται ὅτι εἶναι πιὸ βολικὸς ὁ ρόλος τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ μεγαλύτερου, ὄχι τοῦ παρεξηγημένου «μεγάλου ἀδελφοῦ». Σ’ αὐτὸν ἴσως αἰσθανόμαστε πιὸ ἄνετα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι πού μᾶς ἀκοῦνε καὶ μᾶς ἀκολουθοῦν. Ἀκόμη καὶ ὁ Κύριος ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸ του ἀδελφὸ καὶ φίλο μὲ ὅλα τὰ ξεχωριστὰ βέβαια προνόμια ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας πρωτότοκος σὲ σχέση μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα.
Διστάζω, λοιπὸν, νὰ ἀναφερθῶ στὸν Κατηχητὴ ὡς Πατέρα καὶ στὴν Κατηχήτρια ὡς Μητέρα. Περισσότερο θὰ ἔνοιωθα τὸν ρόλο τους ὡς ὁδηγητῶν, ὡς ὁδηγῶν ποὺ δείχνουν τὸ δρόμο πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅπως καὶ ἡ Παναγία μας ὡς Ὁδηγήτρια δείχνει μὲ τὸ χέρι της πρὸς τὸ Χριστὸ ὡς τὴν ἀληθινὴ ὁδό, ἀλήθεια καὶ ζωή.
Αὐτὴ ἡ ἔννοια τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ ὡς παιδαγωγοῦ, ὡς ὁδοδείκτη, σὰν κάποιου ποὺ βάνει τὸν ἄλλο στὸν δρόμο, μὲ συγκινεῖ ἰδιαίτερα σήμερα μάλιστα ποὺ ζοῦμε σὲ μία «πληροφορική» κοινωνία, ὅπου οἱ ἱεραρχικὲς δομὲς ἔχουν ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ δικτυακὲς διαδρομὲς καὶ ἀλληλοεξαρτήσεις μεταξὺ κόμβων καὶ δεσμῶν. Ὁ Κατηχητὴς θὰ πρέπει νὰ λειτουργεῖ ὡς πορθμέας, ὡς περάτης, ἀσκώντας περισσότερο μία συμβουλευτικὴ ὁμηλίκων.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θὰ διευκολύνουν τὰ περάσματα, τὴ διαπόρθμευση, θὰ γίνουν μεσολαβητὲς ποὺ εὐνοοῦν τὴν ὁλοκλήρωση τῶν δεδομένων σὲ πληροφορίες, τῶν πληροφοριῶν σὲ γνώσεις, τῶν γνώσεων σὲ σοφία καὶ τῆς σοφίας σὲ πολιτισμό, σ’ ἕναν ὅμως πολιτισμὸ τῆς ἀγάπης.

Κύρια χαρακτηριστικά
Δὲν θὰ βρίσκαμε ἰδανικότερη καὶ ἀκριβέστερη περιγραφὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ χαράσσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τὸν Τιμόθεο ὅταν τοῦ ὑποδείκνυε γνώμονα διαγωγῆς (Α’ Τιμόθεον 4, 12-13).
«Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει ἐν ἁγνείᾳ· ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ».
(Κανεὶς νὰ μὴ σὲ καταφρονεῖ ποὺ εἶσαι ἀκόμη νέος. Ἀντίθετα, νὰ γίνεις ὑπόδειγμα γιὰ τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ λόγο, μὲ τὴ συμπεριφορά σου, μὲ τὴν ἀγάπη, μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή, μὲ τὴν πίστη, μὲ τὴν ἁγνότητα. Ὥσπου νὰ ἔλθω, συγκέντρωσε τὴν προσοχή σου στὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, στὶς συμβουλὲς καὶ στὴ διδασκαλία»).
Ἐδῶ διακρίνουμε τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ ἑνὸς καλοῦ Κατηχητοῦ ὡς παιδαγωγοῦ. Σὲ αὐτὰ ὀφείλει ἡ προετοιμασία τῶν Κατηχητῶν νὰ κατατείνει.
Καίτοι εἶναι δύσκολο πρέπει νὰ ἔχει τὴ συναίσθηση ὅτι οἱ ἄλλοι τὸν θεωροῦν ὡς ὑπόδειγμα, ὡς τύπον καὶ αὐτὸ νὰ γίνεται μὲ τὸ λόγο καὶ τοὺς λόγους του, μὲ τὴ συμπεριφορά του, μὲ τὴ στάση ἀγάπης ποὺ δείχνει, μὲ τὸν φιλόξενο δηλαδὴ τρόπο ποὺ ὑποδέχεται τοὺς νέους ἀνθρώπους. Μία ματιὰ στὸ 13ο κεφάλαιο τῆς Α’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς μᾶς φανερώνει τοὺς δεῖκτες αὐτῆς τῆς ἀγάπης ποὺ μεταφράζονται σὲ μιὰ πιὸ σύγχρονη γλώσσα ὡς κατανόηση, ἀνεκτικότητα, σεβασμὸς καὶ ἀποδοχὴ τοῦ ἄλλου.
Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή, μιὰ βίωση δηλαδὴ τῆς καθημερινό-τητάς μας ἐνώπιόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματός μᾶς κάνει νὰ ζοῦμε τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ στὶς πιὸ καθημερινές μας λεπτομέρειες, γεγονὸς πού μας ὁδηγεῖ νὰ ἀποκτοῦμε πλήρη ἐμπιστοσύνη γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ δίπλα μας καὶ νὰ ζοῦμε μὲ φρονιμάδα καὶ ἀκεραιότητα. Εἶναι θεμελιῶδες ἐπίσης μία ὀρθὴ κατανόηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ γίνεται καθημερινὸ ἐντρύφημα, γιατί πλανᾶται πάντα τὸ ἐρώτημα τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου πρὸς τὸν ἀξιωματοῦχο ἐκεῖνον ποὺ μελετοῦσε τὸν προφήτη Ἡσαΐα στὴν ἅμαξά του «ἂν ἄραγε γινώσκουμε ἃ ἀναγινώσκουμε».
Αὐτό μᾶς προδιαθέτει νὰ στεκόμαστε συν-βουλευτικοὶ πρὸς αὐτοὺς πού μᾶς πλησιάζουν, ἕτοιμοι, δηλαδὴ, νὰ συ-σκεφθοῦμε μὲ αὐτὸν ἢ αὐτοὺς πού μᾶς ἐρωτοῦν. Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἐπιτακτικοὶ ἀλλὰ μὲ διάκριση νὰ συ-ζητοῦμε ἀναζητώντας τὴν ἀλήθεια ἐκείνη ποὺ εἶναι πρέπουσα τὴ στιγμὴ κατά τήν ὁποία τίθεται κάποιο ζήτημα. Πάνω σ’ αὐτό, βέβαια, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι δὲν εἴμαστε τὸ Α καὶ τὸ Ω. Στὴ συμβουλευτικὴ ἀπαράβατη ἀρχὴ εἶναι ἐκείνη τῆς παραπεμπτικότητας. Παραπέμπουμε δύσκολες περιπτώσεις σὲ ἐμπειρότερους ἀπὸ ἐμᾶς ἢ πνευματικοὺς πατέρες ἢ σὲ ὅποιους ἔχουμε τὴ γνώμη ὅτι μποροῦν νὰ βοηθήσουν.
Ἡ διδασκαλία παραμένει κύρια πτυχὴ τῆς παιδαγωγικῆς μας λειτουργίας. Σ’ αὐτὸ ἔχουμε καίρια εὐθύνη νὰ γνωρίζουμε ἐπακριβῶς αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ μεταδώσουμε στοὺς νέους μας. Ἂν δὲν ξέρουμε, νὰ ρωτᾶμε. Δὲν ἐπιτρέπονται αὐτοσχεδιασμοί. Γι’ αὐτὸ ὁ διδάσκαλος γηράσκει ἀεὶ διδασκόμενος, ἀποκτώντας, ἂν δὲν ἔχει, πνεῦμα μαθητείας.
Προσπάθησα μὲ τὰ παραπάνω νὰ ἀποδώσω τοὺς δύο στίχους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν Τιμόθεο, ἀναφερόμενος στὸ ἔργο τοῦ Κατηχητοῦ.

Πατρικὴ λειτουργία καὶ πατρότητα τοῦ Θεοῦ
Ὅσο γιὰ τὴν πατρικὴ λειτουργία τοῦ Κατηχητοῦ θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ στὴν πατρότητα τοῦ Θεοῦ Πατέρα γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πάλι μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ἀπ’αὐτὸν «πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται». (Ἐφεσίους 3, 15). Εἶναι ἡ μόνιμη ἀναφορὰ γιά ὅποιον θελήσει νὰ λάβει τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα καὶ νὰ ἀναλάβει νὰ λειτουργήσει ὡς πατέρας. Εἴτε βιολογικὸς πατέρας (γεννήτορας) εἶναι αὐτός, εἴτε ἀρχηγὸς μιᾶς οἰκογένειας, προστάτης καὶ φροντιστής, εἴτε πνευματικὸς πατέρας, εἴτε πατέρας ἑνὸς λαοῦ καὶ ἔθνους. Δὲν ἔχει περιθώρια νὰ ξεφύγει γιατί κάποτε θὰ δώσει λόγο γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἄσκησε αὐτὴν τὴν πατρικὴ ἐξουσία ἢ τὴν γονικὴ μέριμνά του.
Κάτι ὅμως ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικὸ στὸν τρόπο ποὺ θὰ λειτουργήσει ὁ Κατηχητὴς εἶναι γιὰ τὸ πῶς θὰ μεταφέρει τὴν ἔννοια τῆς πατρότητας τοῦ Θεοῦ στὸ σημερινὸ παιδὶ ποὺ ζεῖ σὲ μία κοινωνία ἡ ὁποία ἀμφισβητεῖ τὴν πατρότητα.
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀποστροφὴ τοῦ ποιητῆ Γ. Βερίτη ὅταν ἐκφράζει τὴν ἀποφασιστικὴ στάση τῶν υἱῶν τῆς ἀποστασίας στὸ στίχο γιὰ τὸν Θεὸ «Δὲν θὰ σὲ ποῦμε πιὰ πατέρα» ἢ τοῦ Πάμπλο Νερούδα ποὺ σὲ μία παραλλαγὴ τοῦ «Πάτερ ἠμῶν ὁ ἐν τοὶς οὐρανοίς» ἀπευθύνεται στὸν Μπολιβάρ, ἐθνικὸ ἥρωα τῆς Βολιβίας ποὺ ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἐλευθερία της, ὅταν πιὰ εἶχε σκοτωθεῖ, λέγοντας «Πατέρα μας ποὺ βρίσκεσαι στὴ γῆ».
Χαρακτηριστικὸ δεῖγμα μιᾶς τέτοιας στάσεως, ἡ ὁποία διαγράφει μεμιᾶς μία ὁλόκληρη λαϊκὴ παράδοση ποὺ θεωροῦσε τὴν εὐχὴ τῶν γονέων, τῶν ἀνοδόχων ἀλλὰ καὶ τῶν πνευματικῶν πατέρων, σὰν κάτι τὸ λίαν ἀπαραίτητο γιὰ νὰ προκόψει κάποιος στὴ ζωή του, ἀποτελεῖ τὸ σύγχρονο λαϊκὸ τραγούδι στὸ ὁποῖο ἡ τραγουδίστρια ἀντὶ τοῦ «δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἠμῶν» ἐπικαλεῖται μόνο τοὺς ἁγίους ἑαυτούς μας, δεῖγμα τῆς αὐτονομίας τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, καὶ λέγει: «Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων ἠμῶν». Πῶς λοιπὸν θὰ τιμήσουμε τοὺς πατέρες μας καὶ τὴν πατρότητα γενικά, ὅταν ὁ θεσμὸς βάλλεται τόσο ἀπὸ τοὺς συγχρόνους μας ἀνθρώπους;
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ζοῦμε σὲ μία κοινωνία χωρὶς πατέρες (vaterlose Gesellschaft). Ἔτσι τουλάχιστον τὴν ἔχουν ὀνομάσει. Οἱ ἄνδρες, δηλαδή, ὅλο καὶ παίρνουν ἀποστάσεις ἀπὸ μία συνειδητὴ πατρότητα. Τοὺς προκύπτει περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ τὴν ἐπιδιώκουν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ ὅσο καὶ νὰ παίρνουν τὶς ἀποστάσεις τους ἀπὸ μία τεκνογονία, ὅταν τὴν θελήσουν, τὴν ἀναζητοῦν πάσῃ θυσίᾳ. Οἱ γονεῖς γενικά, περισσότερο ὅμως οἱ πατέρες, διστάζουν νὰ ἀναλάβουν δυναμικὰ τὸν πατρικό τους ρόλο. Κάποτε τὸ παιδὶ βρίσκεται μπροστὰ σὲ μία ἔλλειψη καὶ ἡ εἰκόνα ποὺ μπορεῖ νὰ σχηματίσει εἶναι λειψή, ἐλλιπής. Πολλοὶ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν Προδοσία τῶν Πατέρων.
Πολὺ περισσότερο δύσκολο εἶναι νὰ φθάσει τὸ παιδὶ σὲ μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατέρα ὅταν ἔχει βιώσει μία κακὴ πατρικὴ εἰκόνα. Ἐδῶ τίθεται τὸ ζήτημα τῆς σχέσης μεταξὺ γονεϊκῶν εἰκόνων καὶ πατρότητας τοῦ Θεοῦ καὶ εὔλογο εἶναι τὸ ἐρώτημα, ποιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ σημασία τῆς ἀπουσίας τῶν γονέων ἢ τῶν ἐμπειριῶν ἀπὸ κακοὺς γονεῖς γιὰ τὴ διαμόρφωση τῶν σχέσεων τοῦ παιδιοῦ ἢ τοῦ ἐνηλίκου μ’ ἕνα Θεὸ πατέρα;
Χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ γιὰ νὰ μὴ περιπέσουμε σὲ ἀκρότητες ὡς πρὸς τὸ ζήτημα αὐτό. Γιατί ὑφίσταται ὁ κίνδυνος εἴτε νὰ μὴ λάβουμε καθόλου ὑπόψη ἢ νὰ μὴ παρατηρήσουμε τυχὸν ἐλλείψεις τῆς πατρικῆς ἢ γονεϊκῆς παρουσίας καὶ τὶς τυχὸν ἐπιπτώσεις τοὺς πάνω στὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, εἴτε νὰ τὶς λάβουμε ὑπερβολικὰ ὑπόψη. Σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε μερικοὶ νὰ φθάνουν νὰ ὑποστηρίζουν, ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκαλύψουμε τὸν Θεὸ τῆς Ἀγάπης, τὸν Θεὸ Πατέρα σ’ ἐκεῖνο τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔλειψε τὸ εὐεργέτημα νὰ ἔχει «ἀληθινοὺς γονεῖς».
Θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπισημάνουμε τρεῖς κύριες στάσεις ὡς πρὸς τὸ ζήτημα ποὺ συζητοῦμε.
• Ἡ πρώτη ἀπαισιόδοξη: τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ὅταν ἕνα παιδὶ δὲν ἐδοκίμασε τὴ γονεϊκὴ ἀγάπη καὶ δὲν θαύμασε τοὺς γεννήτορές του ἢ ἔστω καὶ τὰ ὑποκατάστατά τους.
• Ἡ δεύτερη αἰσιόδοξη: ὑποστηρίζει, ὅτι τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ εὐνοήσει τὴν ἀναζήτηση ἂν ὄχι τὴν ἀνακάλυψη τοῦ Θεοῦ Πατέρα ὅσο ἡ στέρηση τοῦ ἐπίγειου πατέρα καὶ μητέρας.
• Ἡ τρίτη τέλος, τῶν ἀδιαφόρων, ποὺ θεωροῦν ὅτι αὐτὴ ἡ κατάσταση δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει κανενὸς εἴδους ἐπιπτώσεις στὴν κατήχηση ἢ διαποίμανση, δεδομένου ὅτι ὁ οὐράνιος Πατέρας εἶναι τελείως ἄλλης τάξεως ἀπὸ τὸν ἐπὶ γῆς πατέρα ἢ μητέρα.
Καμία ὅμως ἀπὸ τὶς ἀναφερθεῖσες τρεῖς στάσεις δὲν φαίνεται νὰ ἱκανοποιεῖ ἀληθινά.
• Στὴν πρώτη μποροῦμε ν’ ἀντιτάξουμε, ὅτι ὁ Θεὸς στὴν ὑπερβατικότητά του, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ γήινες μορφὲς γιὰ νὰ γίνει καταληπτός: ἡ ἀνθρώπινη πατρότητα προέρχεται, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν συμβαίνει τὸ ἀντίθετο (Ἐφεσίους 3, 15).
• Στή δεύτερη θέση μποροῦμε ν’ ἀντιστρέψουμε πὼς μία ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν θὰ θεμελιωνόταν παρὰ πάνω σὲ μία ἀπογοήτευση ἢ σὲ ἕνα κενό, θὰ κινδύνευε πολὺ στὸ νὰ ὁδηγήσει σ’ ἕναν πατέρα τῆς ἀναπληρώσεως, τῆς εἰκασίας, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ μπαίναμε στὸν πειρασμὸ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν ἴδια λέξη τοῦ Φρόϋντ μιλώντας γιὰ ἕνα «πατέρα τῆς αὐταπάτης».
• Στὴν τρίτη θέση, τέλος, θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε πὼς ἡ ἀπογοήτευση τοῦ παιδιοῦ, ὡς πρὸς τοὺς γεννήτορές του, πολὺ περισσότερο μιὰ ἐγκατάλειψη, μιὰ ἀπόρριψη, κακὴ μεταχείρηση, θὰ ξεπηδήσουν ἀναγκαστικὰ στὸν ἐσωτερικό του κόσμο, τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τοῦ κάνουμε λόγο γιὰ τὸν Θεὸ σὰν πατέρα: Θὰ ἦταν σὰ νὰ πέφταμε στὸν ἀγγελισμὸ ἂν σκεφτόμαστε διαφορετικά. Θὰ πρέπει λοιπόν, νὰ θεωρήσουμε, ὅτι ἡ στέρηση ἑνὸς ὁμαλοῦ οἰκογενειακοῦ περιβάλλοντος εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχει πραγματικὲς ἐπιπτώσεις πάνω στὴν εἰκόνα ποὺ θὰ σχηματίσει τὸ ἄτομο ἀναφορικὰ μὲ τὴ θεία πραγματικότητα καὶ τὸ σχέδιο ἀγάπης τοῦ Θεοῦ του.
Τὸ νὰ λάβουμε ὅμως ὑπόψη αὐτὸ τὸ μειονέκτημα δὲν ἀπαιτεῖ μὲ κανένα τρόπο νὰ ἀπαρνηθοῦμε μία Ἀποκάλυψη, ποὺ ὄχι μόνο θὰ τὴν εὐχόμαστε γιὰ τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο, ἀλλὰ ποὺ ἀντικειμενικὰ εἶναι ἀληθινὴ ἂν τὴν δοῦμε κάτω ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία καὶ προοπτικὴ τοῦ κατηχητῆ: πῶς θὰ μποροῦσε συνεπῶς νὰ τὴν ἀρνηθεῖ ὁ τελευταῖος;
Διαπιστώνεται, πάνω στὰ πράγματα, πὼς ὅταν αὐτὴ ἡ Ἀποκάλυψη προσφέρεται μὲ τρόπο ἀκριβῆ καὶ λεπτὸ ὄχι μόνο δὲν πέφτει στὸ κενό, δὲν τραυματίζει τὸ ἄτομο, δὲν ὑφίσταται παραμορφώσεις ποὺ θὰ φοβόμαστε, ἀλλ’ ἀντίθετα καθιστᾶ τὸ παιδὶ ἢ τὸν ἔφηβο εὐτυχισμένο καὶ τὸν βοηθάει ν’ ἀνθίσει. Τὴ χαίρεται βαθειὰ καὶ παρὰ τὶς ἀρνητικὲς δικές του ἐμπειρίες, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀνοιχτεῖ στὸ βασικὸ χριστιανικὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ Πατέρα καὶ τῆς τριαδικῆς Του ζωῆς, ζωῆς στὴν ὁποία μᾶς συνάπτει πάντα ἡ Χάρη, καθιστώντας μας υἱοὺς ἐξ υἱοθεσίας αὐτοῦ τοῦ ἴδιου του Θεοῦ. Γιὰ κάτι τέτοιο θὰ ἦταν ἀρκετὸ ἂν λαβαίναμε ὑπόψη τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε ἄνθρωπος φέρει μέσα του, μὲ τρόπο ἔμφυτο, τὴν ἐπιθυμία νὰ συμμετάσχει στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ.
Μὲ αὐτὰ ποὺ ἀνέφερα πιὸ πάνω αἰσθάνομαι ὅτι φωτίστηκε λίγο περισσότερο τὸ ζήτημα ποὺ διαπραγματευόμαστε μὲ τρόπο τέτοιο ὥστε νὰ μπορέσει ὁ Κατηχητὴς νὰ ἐπιδείξει μία ρεαλιστικὴ στάση στὸ πρόβλημα ποὺ πραγματικὰ ὑφίσταται σήμερα. Κι ἂν ὁ ἴδιος δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἢ νὰ θεωρηθεῖ πατέρας, νὰ καταλάβει καὶ νὰ δώσει νὰ καταλάβουν οἱ ἄλλοι ποῦ ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ πατρότητα. Ὡς ἀληθὴς παιδαγωγὸς νὰ ξέρει ποῦ θὰ παραπέμπει καὶ πρὸς τὰ ποῦ καθοδηγεῖ ὅταν ἐναγωνίως τοῦ ἀπαιτοῦν: «δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα» (Ἰωάννου 14,8) !

Σχετικός Σὔνδεσμος: http://www.imns.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=299:2011-03-22-08-55-56&catid=46:2009-11-03-17-16-39&Itemid=2